εὐάμπελος

εὐάμπελος
εὐάμπελος
with fine vines
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευάμπελος — εὐάμπελος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῑνα τὴν εὐάμπελον», Στράβ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος για ωραία αμπέλια 3. επίθ. τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπελος] …   Dictionary of Greek

  • εὐάμπελον — εὐάμπελος with fine vines masc/fem acc sg εὐάμπελος with fine vines neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαμπέλου — εὐάμπελος with fine vines masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαμπέλους — εὐάμπελος with fine vines masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐάμπελα — εὐάμπελος with fine vines neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐάμπελοι — εὐάμπελος with fine vines masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”